ἀλίφλοιος

ἀλίφλοιος
ἀλίφλοιος
Grammatical information: m., f.
Meaning: `sea-bark oak, Quercus Pseudosuber' (Thphr. HP 3,8,2)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With φλοιός `bark', but hardly with ἅλις as DELG suggests. Other name for εὐθύφλοιος, q.v. S. ἀλίφαλος.
Page in Frisk: --

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλίφλοιος — ἁλίφλοιος, ο, η (AM) είδος βαλανιδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + φλοιός] …   Dictionary of Greek

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”